- ἐκκολάπτονται
- ἐκκολάπτωerasepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
παιδογένεση — Η αναπαραγωγή σε προνυμφικό ή άλλο, όχι γενετικά ώριμο, στάδιο. Παρατηρείται συχνά στα έντομα με τη μορφή παρθενογένεσης και συνοδεύεται από ανάπτυξη του εμβρύου μέσα στο σώμα της προνύμφης. Ο τύπος αυτός της πρώιμης παρθενογένεσης, επισημάνθηκε… … Dictionary of Greek
ζωοτόκοι οργανισμοί — Οργανισμοί στους οποίους η εμβρυϊκή ανάπτυξη ολοκληρώνεται μέσα στη μήτρα της μητέρας, οπότε γεννιώνται ζωντανά άτομα (π.χ. άνθρωπος), σε αντιδιαστολή με τους ωοτόκους οργανισμούς (π.χ. πτηνά), όπου τα θηλυκά άτομα γεννούν αβγά, τα οποία… … Dictionary of Greek
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… … Dictionary of Greek
ανθονόμος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5 7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα:… … Dictionary of Greek
ανθρήνη — (anthrena). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των δερμηστιδών. Έχουν πολύ μικρό σώμα, περίπου 2 έως 3 χιλιοστά, σχήμα ελλειψοειδές, χρώμα καφέ και έλυτρα σκούρα κίτρινα. Εμφανίζονται την άνοιξη και το καλοκαίρι στα λουλούδια, αλλά γεννούν … Dictionary of Greek
εχινοκοκκίαση — Νόσος που οφείλεται στη μόλυνση του ανθρώπινου οργανισμού από τα αβγά της ταινίας του εχινόκοκκου (βλ. λ.), τα οποία βρίσκονται στον οργανισμό και στα περιττώματα του σκύλου. Τα αβγά εκκολάπτονται στο έντερο του ανθρώπου. Τα έμβρυά τους τρυπούν… … Dictionary of Greek
κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… … Dictionary of Greek
λυκοσπάς — λυκοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασπαραγμένος από λύκους 2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους 3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται… … Dictionary of Greek